You are using an outdated browser. For a faster, safer browsing experience, upgrade for free today.

Loading...

Ένας περίπατος από την αυτονομία ως την αφοσίωση

Ένας περίπατος από την αυτονομία ως την αφοσίωση

Όταν μιλάμε για την αφοσίωση και την αυτονομία, τίς φανταζόμαστε ως τα δύο άκρα ενός φάσματος, ενός διπόλου δράσης με λεπτές αποχρώσης των δύο εννοιών. Όλα τα πράγματα μπορούν να ταιριάξουν αρκεί να βρίσκονται στις κατάλληλες αναλογίες και ποσότητες. Έτσι κι αυτές, ανάλογα με τις εκάστοτε ποσότητες που χαρακτηρίζουν τις αλληλεπιδράσεις μας, δημιουργούν δυναμικές επικοινωνίας και σχέσεων. Η υπόθεση μας μιλάει για την κίνηση πάνω σε αυτόν τον άξονα, την συνεχόμενη διαπραγμάτευση και τις παραγόμενες πιθανότητες ελευθερίας όπου το κυριολεκτικό αλλά και το μεταφορικό σώμα καλείται να επιλέξει ή και να απορρίψει, συντηρώντας τις δυναμικές μη αλλαγής. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι, μένοντας ουδέτεροι ως προς την αλλαγή των συστημάτων, ακόμα και σε διαδικασίες συντήρησης το σώμα μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο παραγωγής δυνατοτήτων ελευθερίας για τον άνθρωπο, καθώς το κόστος μιας νέας ποιοτικής κατάστασης, ενός νέου σχήματος μπορεί να είναι μεγαλύτερο από την μη αλλαγή.

Αν δεν επιλέξουμε φανατικά τον έναν από τους δύο πόλους, βρισκόμαστε όλη μας τη ζωή σε μια διαρκή περιπλάνηση από την αφοσίωση στου άλλους, στην αυτονομία μας από εκείνους. Η αφοσίωση έχει να κάνει με τη σχέση μας με κάτι άλλο, με κοινωνίες, ανθρώπους και ποιότητες όπως οι ιδέες, οι σκέψεις, οι αφηγήσεις και τα συναισθήματα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περισσότερο επιδοσιακή πλευρά και λιγότερο πλευρά των αναγκών αν και συνυπάρχουν και οι δύο. Η αυτονομία αφορά τη σχέση με τον εαυτό μας, τα όρια και τις προσωπικές ανάγκες και λιγότερο τις επιδόσεις. Οι άνθρωποι καλούνται να επιλέγουν ποια πλευρά θα φροντίσουν περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με τις καταστάσεις και πόσο μάλλον στις αλλαγές που προκύπτουν σε περιόδους κρίσης. Ο εγκέφαλος μας δυσκολεύεται να μείνει σε δύο ιδέες που συγκρούονται μεταξύ τους χωρίς δυσφορία, και λόγω αυτής της αμφιθυμίας προτιμά να «κάνει στάσεις» πάνω στον άξονα, δημιουργώντας παγιώσεις και νοηματοδοτήσεις που οργανώνουν οικονομικά την πραγματικότητα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται cognitivedissonance και βιολογικά μοιάζει να συμμετέχει στη δράση των υποκειμένων με σκοπό τη μείωση της σύγκρουσης.

Πριν λίγους μήνες, ήρθε σε μενα για θεραπεία ένας πελάτης που είχε φόβο αποτυχίας, αφηγήσεις αυτοϋποτίμησης και σωματικά συμπτώματα άγχους όπως η γρήγορη αναπνοή και το ίδρωμα των χεριών, με το τελευταίο να αποτελεί εμπόδιο στο επάγγελμα του που ήταν μουσικός. Τα συμπτώματα εμφανίζονταν σε καταστάσεις έκθεσης σε κοινό ή που πιθανά θα τον έκριναν ή θα τον αξιολογούσαν. Παρά τη δυσκολία του, κατάφερνε να φέρνει εις πέρας τις καταστάσεις και μάλιστα με επιτυχία. Μερικές συνεδρίες αργότερα, και μέσα από τεχνικές εξωτερίκευσης του άγχους και των σκέψεων του, φτάσαμε να μιλάμε για ένα ακανθώδες σχήμα που τον πλήγωνε όταν καθόταν πάνω του και δεν μπορούσε να το κοιτάζει ευθέως. Ο πελάτης θα ήθελε στην καλύτερη, αλλάζοντας τη σχέση του μαζί του, να κάθεται δίπλα του την ώρα που έπαιζε βιολί. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην ερώτηση αν θα ήθελε να φύγει από κοντά του αυτό το σχήμα, ο πελάτης έκανε μια μεγάλη παύση και άρχισε να κλαίει μιλώντας για την επιθυμία του να μείνει κοντά του γιατί το χρειάζεται για την ώρα επειδή τον βοηθάει να είναι αποτελεσματικός, και μάλιστα σε περίπτωση που πήγαινε να φύγει, θα το προσκαλούσε για να γυρίσει δίπλα του. Ενώ μοιάζει αφοσιωμένος στο σύμπτωμα του, παράλληλα φαίνεται να φροντίζεται η ανάγκη του για αυτονομία μέσω της παρούσας αφοσίωσης του σε ένα δυσλειτουργικό μοτίβο. Το σώμα εδώ δημιουργεί τις δυνατότητες ελευθερίας στο υποκείμενο κι εκείνο φαίνεται να διαλέγει αν και ποιες από αυτές χρειάζεται. Μετά από αυτήν την συνειδητοποίηση, τα χέρια του ίδρωναν λιγότερο όταν εκτελούσε κομμάτια μπροστά σε κόσμο και μπορούσε πλέον να το κοιτάζει απευθείας. Ο Μονί Ελκάιμ [Mony Elkaim] στο βιβλίο του Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς (1991: 27), μιλώντας για την ασυνάρτητη επικοινωνία (στην περίπτωση του διπλού δεσμού), αναφέρει ότι αυτή ακολουθεί μια εσωτερική συνοχή του συστήματος και αποτελεί τον παράγοντα που δημιουργεί σταθερότητα παρά την φαινομενική αντίφαση. Συχνά στην ψυχοσωματική συμπτωματολογία βλέπουμε ότι ενώ το υποκείμενο μένει αφοσιωμένο σε κάτι ταυτόχρονα οριοθετείται φροντίζοντας την πλευρά της αυτονομίας και των αναγκών του. Σε περιστατικά διατροφικών διαταραχών εμφανιζόταν το μοτίβο της έκκλησης για βοήθεια όσον αφορά το κομμάτι της προσωπικής οριοθέτησης και αυτονομίας μέσα σε καταστάσεις μεγάλης αφοσίωσης και συγκεχυμένων ορίων. Το σώμα, εκεί, επιστρέφει στον εαυτό του και μέσα από δυσλειτουργικά σχήματα καταναλώνει βαριές επικοινωνίες και δημιουργεί αίσθηση ελέγχου και εξατομίκευσης, ως επιλογές ελευθερίας. Σε έναν έφηβο που ήρθε γιατί είχε αποξενωθεί από τους γονείς του και καθόταν πολλές ώρες στον υπολογιστή, η μη αυτονομία του τον κρατούσε αφοσιωμένο και στους δύο γονείς χωρίς να χρειάζεται να επιλέξει πλευρά στην τριγωνοποίηση που τον προσκαλούσαν, επιτυγχάνοντας μια ομοιόσταση που του έδινε την αίσθηση ελευθερίας από την κατάσταση. Αυτήν την συνεχή σχεσιακή αντίφαση στις ιστορίες των ανθρώπων συνάντησα τις προάλλες σε ένα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου: «Όταν μιλούν στα καφενεία/ για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια/ πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα/ που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,/ για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος/ χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,/ πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται/ μεσα απ’ το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων/ που φυλακίζουν την κάθε ώρα της ζωής μας...» (2017: 270).

Ελκάιμ, Μ. (1991). Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς. Αθήνα: Κέδρος.

Πατρίκιος, Τ. (2017). Ποιήματα Α’: 1943-1959. Αθήνα: Κίχλη.